κασαλβάς — strumpet fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασαλβάδα — κασαλβάς strumpet fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασαλβάδες — κασαλβάς strumpet fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κασαλβάδοιν — κασαλβάς strumpet fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάσσα — κάσσα, ἡ (Α) πόρνη. [ΕΤΥΜΟΛ. Συντετμημένος τ. τής λ. κασσαβάς (άλλος τ. τής λ. κασαλβάς*)] … Dictionary of Greek
κασάλβιον — κασάλβιον, τὸ (Α) δ. γρφ τού κασαύριον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασαλβάς, + επίθημα ιον] … Dictionary of Greek
κασαλβάζω — (Α) 1. φέρομαι σαν πόρνη 2. (μτβ.) μεταχειρίζομαι κάποιαν ή κάποιον σαν πόρνη, κατά τρόπο υβριστικό, ονειδιστικό («κασαλβάσω τοὺς στρατηγούς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κασαλβάς + κατάλ. άζω (πρβλ. στεγ άζω, τυρβ άζω)] … Dictionary of Greek
κασαλβαδικός — κασαλβαδικός, ή, όν (Μ) αυτός που αρμόζει, που ταιριάζει σε πόρνη. επίρρ... κασαλβαδικῶς (Μ) πορνικώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κασαλβάς, άδος + κατάλ. ικός] … Dictionary of Greek
κασαυράς — και κασαύρα, ἡ (Α) βλ. κασαλβάς … Dictionary of Greek
κόλλοψ — κόλλοψ, οπος, ὁ (Α) 1. κλειδί έγχορδου μουσικού οργάνου, κόλλαβος, στριφτάρι («ῥηϊδίως ἐτάνυσσε νέῳ περὶ κόλλοπι χορδήν», Ομ. Οδ.) 2. η λαβή με την οποία γύριζαν έναν τροχό 3. το χοντρό δέρμα στο κάτω μέρος τού αυχένα τών βοδιών ή τών χοίρων 4.… … Dictionary of Greek